- νεφοειδής
- νεφοειδής, -ές (Α)νεφελοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφοειδῆ — νεφοειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεφοειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεφοειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφοειδές — νεφοειδής masc/fem voc sg νεφοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφοειδοῦς — νεφοειδής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτοκύβη — (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
νεφώδης — ες (ΑΜ νεφώδης, ῶδες) [νέφος] 1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής 2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος αρχ.… … Dictionary of Greek
νεφοειδέι — νεφοειδέϊ , νεφοειδής dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)